- θρέπτειρα
- θρέπτειραfem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θρέπτειρ' — θρέπτειρα , θρέπτειρα fem nom/voc sg θρέπτειραι , θρέπτειρα fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρέπτειραι — θρέπτειρα fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρέπτειραν — θρέπτειρα fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυθρέπτειρα — ἡ, Μ αυτή που τρέφει πολλούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θρέπτειρα (< θ. θρεπ τού έθρεψα, αόρ. τού τρέφω), πρβλ. βιο θρέπτειρα] … Dictionary of Greek
θρέπτρα — (I) θρέπτρα, ἡ (Α) τροφός. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού θρεπτήρ αντί θρέπτειρα]. (II) θρέπτρα, τὰ (Α) 1. η αμοιβή που έδιναν οι γονείς για την ανατροφή τών παιδιών τους 2. η ανταμοιβή τών γονέων από τα παιδιά τους για την ανατροφή τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρέφω… … Dictionary of Greek
θρεπτήρ — θρεπτήρ, ῆρος, ὁ, θηλ. θρέπτειρα (Α) [τρέφω] αυτός που ανατρέφει … Dictionary of Greek
παντοθρέπτειρα — ἡ, Μ αυτή που τρέφει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + θρέπτειρα, θηλ. του θρεπτήρ] … Dictionary of Greek